πλεμόνι
(ουσ. ουδ.)
πλεμόν'
[pleˈmon]
Σινασσ.
πλιμόν'
[pliˈmon]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. πλεμόνι, πβ. Πόλ. Τρωάδ. 5077 «Μὲ τὸ κοντάρι ἐπέρασεν ὅλον του τὸ πλεμόνιν», το οπ. από το μεταγν. ουσ. πνευμόνιον.