ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλεμόνι (ουσ. ουδ.) πλεμόν' [pleˈmon] Σινασσ. πλιμόν' [pliˈmon] Μισθ. Μεσν. ουσ. πλεμόνι, πβ. Πόλ. Τρωάδ. 5077 «Μὲ τὸ κοντάρι ἐπέρασεν ὅλον του τὸ πλεμόνιν», το οπ. από το μεταγν. ουσ. πνευμόνιον.
Πνεύμονας ό.π.τ. Συνών. τζιγέρι :2, φυσγόνι
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025