πλάτυμα
(ουσ. ουδ.)
φκάτυμα
[ˈfkatima]
Φάρασ.
Από το θ. πλατυ- του ρ. πλατύνω με παραγωγ. επίθμ. -μα. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το μεταγν. ουσ. πλάτυμα (< αρχ. πλάτυσμα = πιάτο).
Πλάτεμα, διαπλάτυνση
Φάρασ.