ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλακωτό (ουσ. ουδ.) πλακωτό [plakoˈto] Γούρδ. πκακωτό [pkakoˈto] Φάρασ. Από το μεσν. επίθ. πλακωτός, πβ. και μεταγν. ουσ. πλακωτὴ = είδος ορυκτού.
1. Αυτό που μπορεί να πλακωθεί, και συνεκδ. το αιδοίο Φάρασ. : || Παροιμ. ’ς έν’ ντο βιλλί μου σο πκακωτό, τσ̑αι η ψυσ̑ή μου σον Τζεννα̈́τη (ας είναι η ψωλή μου στο μουνί, κι η ψυχή μου στον παράδεισο˙ για δύο πράγματα που δεν συμβιβάζονται, δεν μπορεί κάποιος να κάνει ανηθικότητες αλλά να είναι παράλληλα και ευυπόληπτος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Είδος νομίσματος Γούρδ.