πλακωτό
(ουσ. ουδ.)
πλακωτό
[plakoˈto]
Γούρδ.
πκακωτό
[pkakoˈto]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίθ. πλακωτός, πβ. και μεταγν. ουσ. πλακωτὴ = είδος ορυκτού.
1. Αυτό που μπορεί να πλακωθεί, και συνεκδ. το αιδοίο
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
’ς έν’ ντο βιλλί μου σο πκακωτό, τσ̑αι η ψυσ̑ή μου σον Τζεννα̈́τη
(ας είναι η ψωλή μου στο μουνί, κι η ψυχή μου στον παράδεισο˙ για δύο πράγματα που δεν συμβιβάζονται, δεν μπορεί κάποιος να κάνει ανηθικότητες αλλά να είναι παράλληλα και ευυπόληπτος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Είδος νομίσματος
Γούρδ.