υλιστήρι
(ουσ. ουδ.)
υλιστήρι
[iliˈstiri]
Σινασσ.
υλιστήρ’
[iliˈstir]
Ανακ., Σίλατ., Φλογ.
υλισ̑τήρ’
[iliˈʃtir]
Μαλακ.
γυλιστήρι
[ʝiliˈstiri]
Μισθ.
γυλισ̑τήρ'
[ʝiliˈʃtir]
Αξ.
Από το μεταγν. ουσ. ὑλιστήριον, πβ. και μεταγν. ὑλιστήρ. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ilistir (Tietze 1955: 242)
1. Σουρωτήρι για τη διύλιση κυρίως του γάλακτος
ό.π.τ.
:
Βράισ̑καν τα, τα πέραζαν σο υλιστήρ', ασ' σο υλιστήρ' γύλ'ζαν τα
(Τα έβραζαν, τα πέρναγαν από το σουρωτήρι, με το σουρωτήρι τα σούρωναν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
σουζέκι :1, σουζκέτς :1
2. Σε αινίγματα, το αιδοίο
Σινασσ.