ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υνιάζω (ρ.) γυνιάζου [ʝiˈɲazu] Δίλ., Μισθ. 'νάζου [ˈnazu] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το ουσ. υνί και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Οργώνω το χωράφι για πρώτη φορά ό.π.τ. : Μι σο λέτρι 'νάζου τα χωράφια (Με το αλέτρι οργώνω τα χωράφια) Φάρασ. -Παπαδ. 'γόρασα αν καό βουρντόνι να 'νάζουμι ζευγάρι (Αγόρασα ένα καλό μουλάρι να οργώνουμε το χωράφι) Φάρασ. -Αναστασ. Πήριν το γαϊδίρι να 'νάσει (Πήρε το γαϊδούρι να οργώσει) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Πβ. διβολίζω, τριβολίζω