υνιάζω
(ρ.)
γυνιάζου
[ʝiˈɲazu]
Δίλ., Μισθ.
'νάζου
[ˈnazu]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το ουσ. υνί και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Οργώνω το χωράφι για πρώτη φορά
ό.π.τ.
:
Μι σο λέτρι 'νάζου τα χωράφια
(Με το αλέτρι οργώνω τα χωράφια)
Φάρασ.
-Παπαδ.
'γόρασα αν καό βουρντόνι να 'νάζουμι ζευγάρι
(Αγόρασα ένα καλό μουλάρι να οργώνουμε το χωράφι)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Πήριν το γαϊδίρι να 'νάσει
(Πήρε το γαϊδούρι να οργώσει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Πβ.
διβολίζω, τριβολίζω