ύνιασμα
(ουσ. ουδ.)
γύνιασμα
[ˈʝiɲazma]
Δίλ., Μισθ., Τσαρικ.
Από το ρ. υνιάζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Συνών.
υνιατός