ύπνος
(ουσ. αρσ.)
ύπνος
[ˈipnos]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
ύπνους
[ˈipnus]
Αφσάρ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ.
γύπνος
[ˈʝipnos]
Αξ., Δίλ.
γύπνους
[ˈʝipnus]
Δίλ., Μισθ.
γιούπνους
[ˈʝupnus]
Σίλ.
όυπνος
[ˈoipnos]
Φάρασ.
Aρχ. ουσ. ὕπνος. Ο τύπ. όυπνος από συνεκφορά της λ. με το άρθρ. κατά τον Ανδριώτη (1948: 24)
Πβ.
ήλιος
1. Ύπνος, κατάσταση κατά την οποία κάποιος κοιμάται
ό.π.τ.
:
Μεσ̑'μερ'νό το ύπνος
(Ο μεσημεριανός ύπνος, η σιέστα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
To ναίκαι και το ἀντρα ύπνοζ ντε ντα πιάνισ̑κε
(Η γυναίκα και ο άντρας δεν τους κόλλαγε ύπνος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ἐνα βράρ' πήρεν ντα ύπνος και έπεσαν ούλλα τουν γκαι κοιμήραν
(Ένα βράδυ τους πήρε ο ύπνος και έπεσαν όλοι τους και κοιμήθηκαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φτύσε το και δώσ’ το ύπνο
(Φτύσε το και δώσ' του ύπνο, προς μωρό για να μη ματιαστεί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Με τον πολύν ντον ύπνον 'ενόμεστε φουχαράδες
(Με τον πολύ τον ύπνο γινόμαστε φτωχοί˙ Η τεμπελιά οδηγεί σε φτώχεια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Άτσ̑εΐνο του τζ̑ο πιτι-έ τ' όργο, όυπνος γαμεί τή μάν’ ντου
(Εκείνο το έργο που δεν τελειώνει ο ύπνος του γαμά τη μάνα˙ Για τις νοικοκυρές που προσπαθούσαν να τελειώσουν τις δουλειές το βράδυ)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Μάνα, εψές στον ύπνο μου, εψές εις τ' όνειρό μου
είχαμ' δεντρί στο σπίτι μας και κλώνια στην αυλή μας.
Τα κλώνια όλα έκοψαν, την ρίζαν του αφήκαν (Μάνα, εχτές στον ύπνο μου, εχτές στ' όνειρό μου
είχαμ' δεντρί στο σπίτι μας και κλώνια στην αυλή μας.
Τα κλώνια όλα τα έκοψαν, την ρίζα του αφήσανn) Σινασσ. -Παχτ. Συνών. ύπνωμα
είχαμ' δεντρί στο σπίτι μας και κλώνια στην αυλή μας.
Τα κλώνια όλα έκοψαν, την ρίζαν του αφήκαν (Μάνα, εχτές στον ύπνο μου, εχτές στ' όνειρό μου
είχαμ' δεντρί στο σπίτι μας και κλώνια στην αυλή μας.
Τα κλώνια όλα τα έκοψαν, την ρίζα του αφήσανn) Σινασσ. -Παχτ. Συνών. ύπνωμα
β.
Nύστα
ό.π.τ.
:
Όχι, μάνα, δε θέλου, σου λέ', ογώ ήρτι γύπνο μ', να τσοιμηχώ
(Όχι μάνα, δε θέλω σου λέω (ενν. να πάω βόλτα), μου ήρθε νύστα, να κοιμηθώ
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Ασ' τα μάτσια μου τρέχνει ύπνος
(Από τα μάτια μου τρέχει ύπνος
˙
Νυστάζω)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ήρτεν ντο ύπνος
(Του ήρθε ύπνος
˙
Νύσταξε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έρεται γύπνοζ-ου-τ'
(Του έρχεται ύπνος
˙
Νυστάζει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Όνειρο
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
'πόψα είδα αν ύπνος
(Απόψε είδα ένα όνειρο)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Πέ με τα του είδες τον ύπνο
(Πές μου το όνειρο που είδες)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήρτες νά 'βρεις νομάτοι να γιορντιέσουνε ντου βασιλό τον ύπνο
(Ήρθες να βρεις ανθρώπους να ερμηνεύσουν το όνειρο του βασιλιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήρτιν σον ύπνου τουνι
(Ήρθε στο όνειρό τους)
Τσουχούρ.
-VLACH
Τζοὔπεν τι η μα του "καό σ' ένι ο ύπνο σου"
(Δεν του είπε η μάνα του "σε καλό σου (να βγει) το όνειρό σου)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
|| Παροιμ.
'ς Τσερετσ̑ης όυπνος σως το μισημέρι βγκαίνει
(Της Κυριακής το όνειρο ως το μεσημέρι βγαίνει˙ Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής επιβεβαιώνεται το όνειρο που είδε κάποιος στον ύπνο του εκείνη τη ημέρα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
όραμα
3. Λευκό άνθος με υπνωτικές ιδιότητες, πιθανώς παπαρούνα
Δίλ.
:
Ψάχνισ̑καμ’ να ηύρουμ’ γύπνος. Δίνισ̑καμ’ το σο φσ̑άχ’ να υπνώσει
(Ψάχναμε να βρούμε το χόρτο που φέρνει ύπνο. Το δίναμε στο παιδί για να κοιμηθεί)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887