υνί
(ουσ. ουδ.)
υνί
[iˈni]
Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ.
υν-νί
[iˈnni]
Αξ., Αραβαν., Αφσάρ.
γυνί
[ʝiˈni]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Φλογ.
γυν-νί
[ʝiˈnni]
Ουλαγ.
Από το μεσν. ουσ. ὑνίν, το οπ. από το μεταγν. ουσ. ὕνιον, ως υποκορ. του αρχ. ουσ. ὕνις.
Υνί, αιχμηρό εξάρτημα του αρότρου
ό.π.τ.
:
Ντου αλέτι̂ρ τσ̑όουν μι ου ξύλου, είχιν λίου γυνί απ' απ'κάτ'
(Το αλέτρι ήταν από ξύλο, είχε ένα μικρό υνί από κάτω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Ατέ το υνί καλι-έζει του Μάη τις βρεσ̑ές
(αυτό το υνί αξίζει του Μάη τις βροχές˙ είναι πολύτιμες οι βροχές του Μαΐου για τις καλλιέργειες στα Φάρασα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Είν’ κι τ’ αλέτρι τ’ ασημοκονουμένον, είν’ κι το γυνί τ’ στο χουρσόναν ντεμένο
(Είναι και το αλέτρι του ασημοχυμένο, είναι και το υνί του με χρυσό δεμένο
(κάλαντα)) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. σπαθί, σαμπάν :2
(κάλαντα)) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. σπαθί, σαμπάν :2