ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υνί (ουσ. ουδ.) υνί [iˈni] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ. υν-νί [iˈnni] Αξ., Αραβαν., Αφσάρ. γυνί [ʝiˈni] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Φλογ. γυν-νί [ʝiˈnni] Ουλαγ. Από το μεσν. ουσ. ὑνίν, το οπ. από το μεταγν. ουσ. ὕνιον, ως υποκορ. του αρχ. ουσ. ὕνις.
Υνί, αιχμηρό εξάρτημα του αρότρου ό.π.τ. : Ντου αλέτι̂ρ τσ̑όουν μι ου ξύλου, είχιν λίου γυνί απ' απ'κάτ' (Το αλέτρι ήταν από ξύλο, είχε ένα μικρό υνί από κάτω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Ατέ το υνί καλι-έζει του Μάη τις βρεσ̑ές (αυτό το υνί αξίζει του Μάη τις βροχές˙ είναι πολύτιμες οι βροχές του Μαΐου για τις καλλιέργειες στα Φάρασα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Είν’ κι τ’ αλέτρι τ’ ασημοκονουμένον, είν’ κι το γυνί τ’ στο χουρσόναν ντεμένο (Είναι και το αλέτρι του ασημοχυμένο, είναι και το υνί του με χρυσό δεμένο
(κάλαντα))
Τροχ. -Νίγδελ.Λ.
Συνών. σπαθί, σαμπάν :2