υπόλεψη
(ουσ. θηλ.)
υπόλεψη
[iˈpolepsi]
Ανακ.
Aπό το μεταγν. ουσ. ὑπόληψις, με τροπή [i] > [e] λόγω του παρακείμενου υγρού.
Τροποποιήθηκε: 16/07/2025