ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υπόλεψη (ουσ. θηλ.) υπόλεψη [iˈpolepsi] Ανακ. Aπό το μεταγν. ουσ. ὑπόληψις, με τροπή [i] > [e] λόγω του παρακείμενου υγρού.
Υπόληψη, καλή φήμη : Έχω τα σην υπόλεψη (Τα έχω σε υπόληψη, τα εκτιμώ) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. εχτισάμ, νάμι, όνομα :3