υρκελεντώ
(ρ.)
ϋρκελενdώ
[yrcelen'do]
Ουλαγ.
ϋρκτού
[yrˈktu]
Ουλαγ.
Παρατατ.
ΰρκτινα
[ˈyrktina]
Ουλαγ.
Αόρ.
ϋρκελένσα
[yrce'lensa]
Ουλαγ.
ϋρκελάνσα
[yrce'lansa]
Ουλαγ.
Αόρ. γ' Εν.
ουρκτιέσε
[urkti'ese]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. ürkmek = τρομάζω, φοβάμαι. Οι τύπ. -λε- αναλογ. προς τις δομές δάνειων ρημάτων σε -λεντώ.
Φοβάμαι
ό.π.τ.
:
Ιτσ̑ά ότ'λαα άκουσαν, ϋρκελένσαν
(Όταν το άκουσαν, τρομοκρατήθηκαν)
Ουλαγ.
-Dawk.
Το χερίφος ϋρκελένσε
(Ο άνθρωπος φοβήθηκε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
σκιάζομαι :1, φοβούμαι
β.
Σκιάζομαι (για ζώα)
Ουλαγ.
:
Ντ' άλοχατα ΰρκτιναν, ντο κόνωνισ̑κε ντο λερό ντεν ντο πιγίνισ̑καν
(Τα άλογα τρόμαζαν, το νερό που έχυνε δεν το έπιναν
)
Ουλαγ.
-Κεσ.