ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υρκελεντώ (ρ.) ϋρκελενdώ [yrcelen'do] Ουλαγ. ϋρκτού [yrˈktu] Ουλαγ. Παρατατ. ΰρκτινα [ˈyrktina] Ουλαγ. Αόρ. ϋρκελένσα [yrce'lensa] Ουλαγ. ϋρκελάνσα [yrce'lansa] Ουλαγ. Αόρ. γ' Εν. ουρκτιέσε [urkti'ese] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. ürkmek = τρομάζω, φοβάμαι. Οι τύπ. -λε- αναλογ. προς τις δομές δάνειων ρημάτων σε -λεντώ.
Φοβάμαι ό.π.τ. : Ιτσ̑ά ότ'λαα άκουσαν, ϋρκελένσαν (Όταν το άκουσαν, τρομοκρατήθηκαν) Ουλαγ. -Dawk. Το χερίφος ϋρκελένσε (Ο άνθρωπος φοβήθηκε) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. σκιάζομαι :1, φοβούμαι
β. Σκιάζομαι (για ζώα) Ουλαγ. : Ντ' άλοχατα ΰρκτιναν, ντο κόνωνισ̑κε ντο λερό ντεν ντο πιγίνισ̑καν (Τα άλογα τρόμαζαν, το νερό που έχυνε δεν το έπιναν ) Ουλαγ. -Κεσ.