ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υστέρου (επίρρ.) υστέρου [iˈsteru] Φάρασ. 'στέρου [ˈsteru] Αφσάρ., Μπέηκ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ. υστέρ' [iˈster] Σίλ. 'στέρια [ˈsterʝa] Μισθ. Από το μεσν. επίρρ. ὑστέρου, το οπ. από την ήδη μεταγν. φρ. ἐξ ὑστέρου. Για το επίρρ. βλ. Ηοlton et al. (2019: 841), Φάβης (1948: 181-182), Κορ. Άτ. 2,367. Για την σύνταξή του βλ. Αναστασιάδης (1976: 117-118, σ47).
1. Ύστερα, μετά, κατόπιν ό.π.τ. : Ήρτε 'στέρου ας σο Θεό πιταγμένο α γερόκ-κος (Ήρθε κατόπιν σταλμένος από τον Θεό ένας γεράκος) Φάρασ. -Dawk. Υστέρου θέλκιν νά ποίτσει τσαι ο πεθερός α δώρο ση νύφη (Κατόπιν θέλησε να κάνει και ο πεθερός ένα δώρο στη νύφη) Φάρασ. -ΑΠΥ-Bağr. 'α σε κουπανίζουν τσαι 'στέρου 'α σε λητεύουν σο παθινί (Θα σε δέρνουν και ύστερα θα σε δένουν στο παχνί) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. 'στέρου το κοκιμέτι του Βερεκού στρίγγξε τσαι μας να μας ρωτήσει (Ύστερα το δικαστήριο του Βερεκιού φώναξε κι εμάς να μας ρωτήσει) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Α έργο ποίκ' τα, τζ̑αι 'στέρου καυτσ̑ήστου (Πρώτα κάνε μιά δουλειά, και ύστερα καυχήσου˙ για όσους αυτοεπαινούνται χωρίς να κάνουν πραγματική δουλειά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Tου Ρωμού ο νους έρτσ̑εται 'στέρου (Του Ρωμιού ο νους έρχεται εκ των υστέρων˙ Οι Έλληνες παίρνουν βιαστικά αποφάσεις και αργότερα συνειδητοποιούν το σφάλμα τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. απεκεί, ατσοντότε, εκτότε, όζαμαν, τότε :1, ύστερα
β. Επιτασσόμενο σε χρονικές προτάσεις Φάρασ. : Ζέντζ̑ες βρέσ̑ισιν τσ̑αι 'στέρου, φταίνει πολύ κρύους (Αφού βρέξει, κάνει πολύ κρύο ) Φάρασ. -Αναστασ. Σα πλερώθαν τσ̑αι του γαϊριδού οι χρόνες τσ̑αι στέρου, ήρθ' η 'ράδα του στσ̑υλού (Αφού συμπληρώθηκαν τα χρόνια του γαϊδουριού, ήρθε η σειρά του σκυλιού ) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
2. Ως σύνθετη πρόθ., μετά από, ύστερα από με χρον. σημασία Φάρασ. : 'ς τ' εν ταρός 'στέρου, ήρτε 'ς Μαρκάλτσας του τόπα τα συνόρε (Μετά από κάμποσο καιρό, έφτασε στα σύνορα του τόπου της δράκαινας) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. 'ς τ' εμένα 'στέρου του ήρτεν ο νομάτ' ένι καό (Ο άνθρωπος που ήρθε μετά από εμένα είναι καλός) Φάρασ. -Αναστασ. Συνών. μετά, οπίσω, ύστερα
3. Μετά από, με τοπ. σημ. Φάρασ. : 'σ' τα χωράφα 'στέρου α ιδείς τζαι τις αγγουρα̈́νις μας (Μετά από τα χωράφια, θα δεις και τα μποστάνια μας) Φάρασ. -Αναστασ.
4. Αργότερα, πιο αργά, πιο μετά Φάρασ. : Τα μέτ'ρα τα χωράφε 'ινισκούτουνε 'στέρου (Τα δικά μας χωράφια ωρίμαζαν πιο αργά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.