υφαίνω
(ρ.)
υφαίνω
[iˈfeno]
Σινασσ.
'φαινίσκω
[feˈnisko]
Ποτάμ., Τελμ.
'φανίσκω
[faˈnisko]
Ανακ., Τροχ.
γυφανίσ̑κω
[ʝifaˈnisko]
Αξ.
'φανίσκου
[faˈnisku]
Μισθ.
'φανίξου
[faˈniksu]
Μισθ.
'φανίζω
[faˈnizo]
Μαλακ., Ουλαγ.
φαναίνω
[faˈneno]
Αφσάρ., Κίσκ.
Υποτ.
'φάνω
[ˈfano]
Σεμέντρ., Τροχ.
Παθ. Μτχ.
φαμένo
[faˈmeno]
Φλογ.
Από το αρχ. ρ. ὑφαίνω. Οι διάφοροι τύπ. ενεστ. με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίσκω, -ίζω και -αίνω.
Υφαίνω
ό.π.τ.
:
Ντα χαλιά μας 'φάνιξαμ' ντα μι τ΄ χρώστα
(Τα χαλιά μας τα υφαίναμε με τον αργαλειό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'φάνισκαν αβαλντανά ντα κιλίμια
(Ύφαιναν τα παλιά κιλίμια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τα τσιγίρια τσιγίρια το σάλ' τα φάνισκαμ' για τα μιντέρια, τα μιτίλια, τα στρώσια και για πισκεβαλάις
(Τα ριγέ υφάσματα τα υφαίναμε για τις μαξιλάρες, τα παπλώματα, τα στρωσίδια και για μαξιλάρια-προσκέφαλα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Εμείς τσιγρίκια μόνο ήξεραμ', δε 'φαίνισκαμ'
(Εμείς αδράχτια μόνο ξέραμε, δηλ. κλώσιμο, δεν υφαίναμε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Oντάδια στρωμένα με τα κιλίμια φαμένα τουρλούδια τουρλούδια
(Δωμάτια στρωμένα με τα κιλίμια υφασμένα με διάφορα χρώματα)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
'φανίξου πανί
(Υφαίνω ύφασμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σο ντεζγκιάχι̂ μ' να 'φάνω
(Θα υφάνω στον αργαλειό μου)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
'φάνισκαμ' ένα ζωνάρ' και το πούλαναμ'
(Υφαίναμε ένα ζωνάρι και το πουλάγαμε)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Ασμ.
Mαλαγματένιος αργαλειός κι ελεφαντένιο χτένι
κι ένα κορμί αγγελικό κάθεται και υφαίνει
σερανταδυό πατέματα, πενηνταδυό καρούλια
Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. ντοκουντίζω :1
κι ένα κορμί αγγελικό κάθεται και υφαίνει
σερανταδυό πατέματα, πενηνταδυό καρούλια
Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. ντοκουντίζω :1