ύστερα
(επίρρ.)
ύστερα
[ˈistera]
Ανακ., Αξ., Ποτάμ., Σίλ., Τελμ.
ύστ'ρα
[ˈistra]
Μαλακ.
ύστερις
[ˈisteris]
Ανακ., Αξ., Ποτάμ.
ύστερ'
[ˈister]
Σίλ.
Μεσν. επίρρ. ὕστερα, από το αρχ. επίθ. ὕστερος. Ο τύπ. ὕστερις αναλογ. προς άλλα χρον. επίρρ. όπως νωρίς, ολημερίς κλπ. Oι τύπ. 'στέρου, υστέρ' από την γεν. του επίθ. ὕστερος..
Χρον. επίρρ., ύστερα, μετά, αργότερα
ό.π.τ.
:
Ασ' σον Αύγουστο ύστερα, εμείς κοινωνίσταμε, ξέβαμε
(Μετά τον Αύγουστο, εμείς κοινωνήσαμε, φύγαμε, ενν. με την Ανταλλαγή)
Ανακ.
-Cost.
΄Τστερα ξεχωριζόσαμε και μεις ερχούσαμε σο χωριό και αυτοί πήγαιναν σην Πόλη
(Ύστερα χωρίζαμε, και εείς ερχόμαστε στο χωριό και αυτοί πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ασ' τα ντέκκα ημέρες ύστερα, γαρσ̑ού τνε έρεται να γιολτζ̑ ής
(Μετά από δέκα μέρες, συναντούν έναν ταξιδιώτη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ρέκα μέρες κι υστέρ'
(Δέκα μέρες αργότερα)
Σίλ.
Ύστερα παίρνισκαμ' του σκυλιού το άσπρο το σκατό, κοπανιζαμ το καλά καλά
(Ύστερα παίρναμε του σκυλιού το άσπρο το σκατό, το κοπανίζαμε καλά καλά)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ύστερ' λαεί του ένα μαναχό γκαλαdζ̑ί
(Ύστερα του λέει μόνο ένα λόγο)
Σίλ.
-Dawk.
Ύστερις σ̑'κώχαν σαbαχντάν
(Ύστερα σηκώθηκαν το πρωί)
Αξ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Του νταβουλού το σάσ̑ι 'α ν' ντα 'κούσωμε στέρου
(Την φωνή του νταουλιιού θα την ακούσουμε ύστερα˙ Γελάει καλά όποιος γελάει τελευταίος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.