υφάνισμα
(ουσ. ουδ.)
'φάνισμα
[΄fanizma]
Ουλαγ.
'φάνημα
[ˈfanima]
Μισθ.
'φαίτσιμα
[ˈfetsima]
Μισθ.
Από το ρ. υφαίνω, όπου και τύπ. 'φανίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. υφαίνω
ό.π.τ.
:
Ογώνα 'φάνισμα ντέ ξεύρω
(Εγώ δεν ξέρω να υφαίνω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
τσικρίκι