τσικρίκι
(ουσ.)
τσικρίκι
[tsiˈkrici]
Τσουχούρ.
τσ̑ικρίκ'
[tʃiˈkrik]
Μαλακ., Τροχ., Φλογ.
τσ̑iκρι̂́χ'
[tʃɯˈkrɯx]
Αξ., Αραβαν.
τζιχρι̂́χ
[dʒiˈxrɯx]
Σινασσ.
τσιγρίχ'
[tsiˈɣrix]
Τζαλ.
τσ̑ικρούχ'
[tʃiˈkrux]
Μισθ.
τσ̑ουκρούχ'
[tʃuˈkrux]
Τσαρικ.
τσικρούχ
[tsiˈkrux]
Μισθ.
Πληθ.
τσιγρίκια
[tsiˈɣrica]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. çıkrık = α) ροδάνι β) αργαλειός γ) τροχαλία πηγαδιού, όπου και διαλεκτ. τύπ. çığrıh.
1. Ροδάνι και συνεκδ. το αδράχτι
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σινασσ., Τελμ.
:
Μι ντου τσικρούχ τύλιγαμ’ ντου νήμα
(Με το αδράχτι τυλίγαμε το νήμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εμείς τσιγρίκια μόνο ήξεραμ', δε 'φαίνισκαμ'
(Εμείς αδράχτια μόνο ξέραμε, δηλ. κλώσιμο, δεν υφαίναμε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σάρντεινα τα μαστράδια σο τσικρίκ'
(Τύλιγα τα μασούρια στο αδράχτι)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
τσάρκι :3
3. Η ενέργεια του υφαίνω
Τσαρικ.
:
Καχαρή Ντευτέρα σαματηρό μέρα 'ναι για το τσ̑ουκρούχ'
(Η Καθαρά Δευτέρα είναι σημαδιακή (=καλή) μέρα για να ξεκινήσει η ύφανση)
Τσαρικ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
υφάνισμα