τσιλγάς
(ουσ. αρσ.)
τσ̑ιλγάς
[tʃil'ɣas]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ.
τζ̑ιλγάς
[dʒil'ɣas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ.cılga, çılga και και cılğa = μονοπάτι (THADS 3, λ. cılga I, çılga I, Buran, 1997: 184).
Μονοπάτι
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Του 'φήν' τ' ορτόν ντη στράτα τσ̑αι πααίνει στον τζ̑ιλγά, 'α καλακονίσει, 'α χαπαχωθεί
(Όποιος αφήνει τον ίσιο δρόμο και πάει από το μονοπάτι θα σκοντάψει και θα πέσει μπρούμυτα˙ Πρέπει κανείς να ακολουθεί τον σωστό και τίμιο τρόπο για την επίτευξη των στόχων του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
τσιγίρι