τσίκνωμα
(ουσ.)
τσίκνουμα
[ˈtsiknuma]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. τσίκνωμα (Λεξ. Σομ., λ. τζίκνωμα), το οπ. από το ρ. τσικνώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Εκπομπή καπνού από ύλη που καίγεται
:
Ζόπας ντου τσίκνουμα
(το κάπνισμα της σόμπας)
Μισθ.
-Κοτσαν.