ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσικλί (ουσ.) τσ̑ικλί [tʃiˈkli] Αξ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çılkı = λεπτή ράβδος. Πβ. και τουρκ. çelik, όπου και διαλεκτ. τύπ. çilik = κλαδί, ραβδί με το οποίο παίζεται το ξυλίκι (< τσιλίκι). Πβ. τα ομόρριζα ν.ε. ουσ. τσιγκέλι και ρ. τσιγκλίζω.
Σιδερένια ξύστρα προσαρμοσμένη στην άκρη της βουκέντρας Συνών. λαπούτι, ξύστρο
Τροποποιήθηκε: 22/11/2024