τσικλί
(ουσ.)
τσ̑ικλί
[tʃiˈkli]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çılkı = λεπτή ράβδος. Πβ. και τουρκ. çelik, όπου και διαλεκτ. τύπ. çilik = κλαδί, ραβδί με το οποίο παίζεται το ξυλίκι (< τσιλίκι). Πβ. τα ομόρριζα ν.ε. ουσ. τσιγκέλι και ρ. τσιγκλίζω.