τσικνάτης
(ουσ. αρσ.)
τσικνάτ'
[tsiˈknat]
Φάρασ.
Από το ουσ. τσίκνα (θ. τσικν-) και το παραγωγ. επίθμ. -άτης.
Καπνολαθρέμπορος