τσιζιρλαντώ
(ρ.)
τσιζιρλατώ
[tsizirlaʹto]
Σινασσ.
Από συμφυρμό των τουρκ. ρ. cızırdamak ή cızıldamak, cırlamak και cızlamak, όλα με σημ. όπως 'τρίζω, θροΐζω, συρίζω, τσιτσιρίζω' και όλα απώτερα ηχομιμητ. από τον ήχο cızır cızır (Redhouse).
Tρίζω
Συνών.
τσιρλαντώ