ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιζιρλαντώ (ρ.) τσιζιρλατώ [tsizirlaʹto] Σινασσ. Από συμφυρμό των τουρκ. ρ. cızırdamak ή cızıldamak, cırlamak και cızlamak, όλα με σημ. όπως 'τρίζω, θροΐζω, συρίζω, τσιτσιρίζω' και όλα απώτερα ηχομιμητ. από τον ήχο cızır cızır (Redhouse).
Tρίζω Συνών. τσιρλαντώ