ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιγκέλι (ουσ. ουδ.) τσ̑ινgέλ' [tʃiŋˈɟel] Αξ. τ͑σ̑ενgέλι [tʰʃeŋˈˈɟeli] Σίλ., Φάρασ. τσ̑εγκέλ' [tʃeŋˈɟel] Αξ., Μαλακ. τσ̑ανgιάλ' [tʃaŋˈɟal] Μισθ. τσ̑ανgάλι [tʃaŋˈgali] Αφσάρ. τσανgάλ' [tsaŋˈgal] Σινασσ. τσ̑αgάλι [tʃaˈgali] Φάρασ. τσ̑ανγάλι [tʃanˈ ɣali] Φάρασ. Νεότ. ουσ. τζιγκέλι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. çengel (< περσ. çangal) = α) τσιγκέλι β) παλούκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. çangal (THADS 3, λ. çangal II).
1. Τσιγκέλι, άγκιστρο ό.π.τ. : Τσ̑εγκέλ' χέκαμ', τσ̑ι ένα τελ' τσ̑αγά να μη φύει (Τσιγκέλι βάζαμε, και ένα σύρμα εδώ για να μη φύγει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γάντζα
2. Ειδικότ., καθένα από τα άγκιστρα με τα οποία στηριζόταν η ασημένια καδένα στο νυφικό κάλυμμα Αξ.
3. Ξύλο με το οπ. στηρίζουν τις φασολιές Αφσάρ., Φάρασ.