τσιγκέλι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ινgέλ'
[tʃiŋˈɟel]
Αξ.
τ͑σ̑ενgέλι
[tʰʃeŋˈˈɟeli]
Σίλ., Φάρασ.
τσ̑εγκέλ'
[tʃeŋˈɟel]
Αξ., Μαλακ.
τσ̑ανgιάλ'
[tʃaŋˈɟal]
Μισθ.
τσ̑ανgάλι
[tʃaŋˈgali]
Αφσάρ.
τσανgάλ'
[tsaŋˈgal]
Σινασσ.
τσ̑αgάλι
[tʃaˈgali]
Φάρασ.
τσ̑ανγάλι
[tʃanˈ ɣali]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. τζιγκέλι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. çengel (< περσ. çangal) = α) τσιγκέλι β) παλούκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. çangal (THADS 3, λ. çangal II).
1. Τσιγκέλι, άγκιστρο
ό.π.τ.
:
Τσ̑εγκέλ' χέκαμ', τσ̑ι ένα τελ' τσ̑αγά να μη φύει
(Τσιγκέλι βάζαμε, και ένα σύρμα εδώ για να μη φύγει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γάντζα
2. Ειδικότ., καθένα από τα άγκιστρα με τα οποία στηριζόταν η ασημένια καδένα στο νυφικό κάλυμμα
Αξ.
3. Ξύλο με το οπ. στηρίζουν τις φασολιές
Αφσάρ., Φάρασ.