τσιγίρι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιγίρι
[tʃiˈʝiri]
Φάρασ.
τ͑σ̑ιγ̇ίρ'
[tʰʃiˈɣɯr]
Φάρασ.
τσ̑ιγ̇ίρ'
[tʃiˈɣɯr]
Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ.
τζιγούρι
[dziˈɣuri]
Μαλακ.
τζιγούρ'
[dziˈɣur]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. çığır = α) αυλακιά επί του εδάφους β) μονοπάτι γ) δρόμος δ) ως διαλεκτ. σημ., φτυαρισμένο μονοπάτι σε χιονισμένο μέρος.
2. Μονοπάτι, δρόμος
Δίλ., Μισθ., Τροχ.
:
|| Φρ.
Καλόγ̇ιριας ντου τσ̑ιγ̇ίρ'
(της καλόγριας το μονοπάτι˙ ο γαλαξίας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γιριάς το τζ̑ι̂γι̂́ρ
(Της γριάς το μονοπάτι˙ Ο γαλαξίας)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Ποίκις του γριάς του τσ̑ιγ̇ίρ'
(Tα έκανες σαν της γριάς το μονοπάτι˙ Σκόρπισες τα άχυρα)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-ΚΠ177
Συνών.
τσιλγάς :1
3. Ειδικότ., το φτυαρισμένο μονοπάτι σε χιονισμένο μέρος
Σινασσ., Φάρασ.
4. Γραμμή, ρίγα
Τροχ.
:
Δεν ήτανε καλά να τα ποίκεις τσιγι̂́ρια τσιγι̂́ρια;
(Δεν θα ήταν καλά να τα έκανες (ενν. τα υφάσματα) γραμμές-γραμμές, δηλ. ριγέ;)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289