ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιγιρντίζω (ρ.) τσ̑ι̂γι̂ρdι̂́ζω [tʃɯɣɯrˈdɯzo] Αραβαν. τσ̑ιγι̂ρντίζου [tʃiɣɯrˈdizu] Μισθ. τσ̑ιγουρdίζου [tʃiɣurˈdizu] Μισθ. τσ̑ιγι̂ρντώ [tʃɯɣɯrˈdo] Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. τσiγι̂ρντού [tʃɯɣɯrˈdu] Ουλαγ. τσ̑ιγιρτώ [tʃiʝirˈto] Μαλακ. Παρατατ. τσ̑ι̂γι̂́ρντεινα [tʃɯˈɣɯrdina] Τροχ. τσ̑ιγούρτανα [tʃiˈɣurtana] Μαλακ. Αόρ. τσ̑ι̂γι̂́ρσα [tʃɯˈɣɯrsa] Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ. τσιγιτήρσα [tsiʝiˈtirsa] Μαλακ. Υποτ. τσ̑ι̂γι̂ρντίσω [tʃɯɣɯrˈdiso] Σίλατ., Φλογ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. çığırmak = α) τσιρίζω β) διαλεκτ., προσκαλώ (TSS 2, λ. çığırmak, THADS 3, λ. çığırmak I).
1. Φωνάζω, (προσ)καλώ κάποιον ό.π.τ. : Το παιρί παίν' σο τσ̑άχ' και τσ̑ι̂γι̂ρdά: «Βάκ, βάκ! Γκρέυω ένα σουφρά» (Το παιδί πηγαίνει στο ποτάμι και φωνάζει: «Κουάκ, κουάκ! Γυρεύω ένα μαντήλι») Γούρδ. -Dawk. Άρχεψαν να το αραdι̂́ζουν. Τσ̑ι̂γι̂́ρσαν απ' ερού, τσ̑ι̂γι̂́ρσαν απ' εκεί (Άρχισαν να το ψάχνουν. Φώναξαν από 'δω, φώναξαν από 'κει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'τον κατεβώ σο μισό τ', 'τον τσ̑ι̂γι̂ρdίσω %iκ͑α κ͑α%i, τραβάτ' με (Όταν κατεβώ στα μισά (του πηγαδιού) κι όταν φωνάξω κα κα, τραβήξτε με) Σίλατ. -Dawk. Ήτανε ένας γιατρός και το τσ̑ιγούρταναμε και μας τράνανε (Ήτανε ένας γιατρός και τον φωνάζαμε και μας κοίταζε) Μαλακ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Ετιά ύστερα ποίκαν το γάμο τ', και τσ̑ι̂γι̂́ρσαν και κοριτσ̑ού τον μπαπά (Μετά από αυτό έκαναν το γάμο του, και φώναξαν και τον πατέρα του κοριτσιού) Σίλατ. -Dawk.
2. Τσιρίζω, ξεφωνίζω Μαλακ., Μισθ.