τσιγιρντίζω
(ρ.)
τσ̑ι̂γι̂ρdι̂́ζω
[tʃɯɣɯrˈdɯzo]
Αραβαν.
τσ̑ιγι̂ρντίζου
[tʃiɣɯrˈdizu]
Μισθ.
τσ̑ιγουρdίζου
[tʃiɣurˈdizu]
Μισθ.
τσ̑ιγι̂ρντώ
[tʃɯɣɯrˈdo]
Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
τσiγι̂ρντού
[tʃɯɣɯrˈdu]
Ουλαγ.
τσ̑ιγιρτώ
[tʃiʝirˈto]
Μαλακ.
Παρατατ.
τσ̑ι̂γι̂́ρντεινα
[tʃɯˈɣɯrdina]
Τροχ.
τσ̑ιγούρτανα
[tʃiˈɣurtana]
Μαλακ.
Αόρ.
τσ̑ι̂γι̂́ρσα
[tʃɯˈɣɯrsa]
Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ.
τσιγιτήρσα
[tsiʝiˈtirsa]
Μαλακ.
Υποτ.
τσ̑ι̂γι̂ρντίσω
[tʃɯɣɯrˈdiso]
Σίλατ., Φλογ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. çığırmak = α) τσιρίζω β) διαλεκτ., προσκαλώ (TSS 2, λ. çığırmak, THADS 3, λ. çığırmak I).
1. Φωνάζω, (προσ)καλώ κάποιον
ό.π.τ.
:
Το παιρί παίν' σο τσ̑άχ' και τσ̑ι̂γι̂ρdά: «Βάκ, βάκ! Γκρέυω ένα σουφρά»
(Το παιδί πηγαίνει στο ποτάμι και φωνάζει: «Κουάκ, κουάκ! Γυρεύω ένα μαντήλι»)
Γούρδ.
-Dawk.
Άρχεψαν να το αραdι̂́ζουν. Τσ̑ι̂γι̂́ρσαν απ' ερού, τσ̑ι̂γι̂́ρσαν απ' εκεί
(Άρχισαν να το ψάχνουν. Φώναξαν από 'δω, φώναξαν από 'κει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'τον κατεβώ σο μισό τ', 'τον τσ̑ι̂γι̂ρdίσω %iκ͑α κ͑α%i, τραβάτ' με
(Όταν κατεβώ στα μισά (του πηγαδιού) κι όταν φωνάξω κα κα, τραβήξτε με)
Σίλατ.
-Dawk.
Ήτανε ένας γιατρός και το τσ̑ιγούρταναμε και μας τράνανε
(Ήτανε ένας γιατρός και τον φωνάζαμε και μας κοίταζε)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Ετιά ύστερα ποίκαν το γάμο τ', και τσ̑ι̂γι̂́ρσαν και κοριτσ̑ού τον μπαπά
(Μετά από αυτό έκαναν το γάμο του, και φώναξαν και τον πατέρα του κοριτσιού)
Σίλατ.
-Dawk.
2. Τσιρίζω, ξεφωνίζω
Μαλακ., Μισθ.