τσιζεύω
(ρ.)
τ͑σ̑ιζεύω
[tʰʃiˈzevo]
Φάρασ.
Από το ουσ. τσιζί και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Χαράσσω γραμμή στο χωράφι με το αλέτρι