τσιγίζω
(ρ.)
τσιγίζω
[tsiˈʝizo]
Σινασσ.
τσιγώ
[tsiˈʝo]
Σινασσ.
Αόρ.
τζίγισα
[ˈdziʝisa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çığ = α) κοπάδι β) η κρέμα που συλλέγεται από το γάλα, πβ. τουρκ. φρ. çiğ süt = νωπό γάλα.
Αρμέγω
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025