ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσετένι (ουσ. ουδ.) τσετένι [tse'teni] Τσουχούρ. τ͑σ̑α̈τ͑α̈́νι [tʰʃæ'tʰæni] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ. Πληθ. τσετένια [tseˈteɲa] Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çöten = καλύβα φτιαγμένη από κλαδιά για την αποθήκευση του καλαμποκιού, όπου και τύπ. çeten (THADS, λ. çeten V, çöten ΙΙ).
Πλέγμα από βέργες που τοποθετείται πάνω στην βοϊδάμαξα ή κατασκευάζεται πάνωι σε πάσσαλους και χρησιμοποιείται ως αποθήκη δημητριακών ό.π.τ. : Τσ̑αουρτίσκανι τον αραπά μο το τέλι, φτέγκαν τα τσετένι (Περίφραζαν την βοϊδάμξα με το σύρμα, την έφτιαχναν ως πρόχειρη αποθήκη) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.