τσετένι
(ουσ. ουδ.)
τσετένι
[tse'teni]
Τσουχούρ.
τ͑σ̑α̈τ͑α̈́νι
[tʰʃæ'tʰæni]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ.
Πληθ.
τσετένια
[tseˈteɲa]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çöten = καλύβα φτιαγμένη από κλαδιά για την αποθήκευση του καλαμποκιού, όπου και τύπ. çeten (THADS, λ. çeten V, çöten ΙΙ).
Πλέγμα από βέργες που τοποθετείται πάνω στην βοϊδάμαξα ή κατασκευάζεται πάνωι σε πάσσαλους και χρησιμοποιείται ως αποθήκη δημητριακών
ό.π.τ.
:
Τσ̑αουρτίσκανι τον αραπά μο το τέλι, φτέγκαν τα τσετένι
(Περίφραζαν την βοϊδάμξα με το σύρμα, την έφτιαχναν ως πρόχειρη αποθήκη)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.