ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσερέζι (ουσ. ουδ.) τσ̑ερέζι [tʃeˈrezi] Φάρασ. τσερέσ̑' [tseˈreʃ] Τροχ. Πληθ. τσ̑ερέζια [tʃeˈrezʝa] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Φκόσ. τσ̑ερέζε [tʃeˈreze] Φάρασ. τσ̑ερέζα [tʃeˈreza] Αφσάρ. τσερέδια [tseˈreðʝa] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. çerez = α) ορεκτικό β) ξηροί καρποί, όπου και διαλεκτ. τύπ. ceres. Η λ. και Ιων. Κρήτ. Πόντ. κ.α.
Ξηροί καρποί, κυρ. στραγάλια και σταφίδες ή άλλα αποξηραμένα φρούτα ό.π.τ. : Να το γιομώσ' τα τσόπλε τ' κατι̂́χια, τσερέδια, φαήματα, φουντούκια (Να της γεμίσει την τσέπη της κεράσματα, ξηρούς καρπούς, φαγώσιμα, φουντούκια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ήρτεν ένα παλληκάρ' κι ένα χανίμ κοντά τ', το σισέ στα χέρια τ'νε, ένα μποχτσά τσ̑ερέζια (Ήρθαν ένας νεαρός και μια γυναίκα μαζί του, είχαν στα χέρια τους ένα μπουκάλι, ένα δέμα με ξηρούς καρπούς) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 Συνών. γεμίσια
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025