τσερέζι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ερέζι
[tʃeˈrezi]
Φάρασ.
τσερέσ̑'
[tseˈreʃ]
Τροχ.
Πληθ.
τσ̑ερέζια
[tʃeˈrezʝa]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Φκόσ.
τσ̑ερέζε
[tʃeˈreze]
Φάρασ.
τσ̑ερέζα
[tʃeˈreza]
Αφσάρ.
τσερέδια
[tseˈreðʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. çerez = α) ορεκτικό β) ξηροί καρποί, όπου και διαλεκτ. τύπ. ceres. Η λ. και Ιων. Κρήτ. Πόντ. κ.α.
1. Ξηροί καρποί, κυρίως στραγάλια και σταφίδες
ό.π.τ.
:
Να το γιομώσ' τα τσόπλε τ' κατι̂́χια, τσερέδια, φαήματα, φουντούκια
(Να της γεμίσει την τσέπη της κεράσματα, ξηρούς καρπούς, φαγώσιμα, φουντούκια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γεμίσια :2
2. Ξηρά φρούτα ως επιδόρπιο
Αξ., Μαλακ.