Τσελτεκιώτης
(ουσ.)
Τσελτεκιώτης
[tselteˈcotis]
Μισθ.
Τσ̑ελτεκιώτης
[tʃelteˈcotis]
Μισθ.
Από το τοπων. Τσελτέκ και το επίθμ. -ιώτης.
Αυτός που κατοικεί στο Τσελτέκ ή κατάγεται από αυτό
:
Ήρταν Τσελτεκιώτ' να μι κρέψ'νι γκιαλίνκιζα, αλλά μάνα μ' κατακώλτσιν ντα
(Ήρθαν Τσελτεκιώτες να γυρέψουν νύφη, αλλά η μάνα μου τους έδιωξε)
Μισθ.
-Κοιμίσ.
Δικό μας νεκκλησ̑ά 'τουν ντου σ̑άνισ̑καμ', σο χωριό ήταν Τσ̑αρικλιώτ' τσ̑ι Τσ̑ελτεκιώτ'
(Όταν χτίζαμε την εκκλησία μας, οι Τσαρικλιώτες καί οι Τσελτεκιώτες ήταν (ακόμα) στο χωριό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.