ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Τσελτεκιώτης (ουσ.) Τσελτεκιώτης [tselteˈcotis] Μισθ. Τσ̑ελτεκιώτης [tʃelteˈcotis] Μισθ. Από το τοπων. Τσελτέκ και το επίθμ. -ιώτης.
Αυτός που κατοικεί στο Τσελτέκ ή κατάγεται από αυτό : Ήρταν Τσελτεκιώτ' να μι κρέψ'νι γκιαλίνκιζα, αλλά μάνα μ' κατακώλτσιν ντα (Ήρθαν Τσελτεκιώτες να γυρέψουν νύφη, αλλά η μάνα μου τους έδιωξε) Μισθ. -Κοιμίσ. Δικό μας νεκκλησ̑ά 'τουν ντου σ̑άνισ̑καμ', σο χωριό ήταν Τσ̑αρικλιώτ' τσ̑ι Τσ̑ελτεκιώτ' (Όταν χτίζαμε την εκκλησία μας, οι Τσαρικλιώτες καί οι Τσελτεκιώτες ήταν (ακόμα) στο χωριό) Μισθ. -Κωστ.Μ.