ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεπιτσόκκο (ουσ. ουδ.) τσ̑επίτσ̑όκ-κο [tʃeˈpiˈtʃok:o] Φάρασ. Από το ουσ. τσεπίσι, όπου και τύπ. τ͑σ̑επίτσ̑ι, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Μικρό θηλυκό κατσίκι ενός έτους : Στέρου ήρτεν ΄ς αν τσ̑επίτσ̑όκ-κο, γκάτσε, 'φόdες ντα λιμέσκε, 'άχτσεν ντο σιτίλι (Έπειτα ήρθε ένα μικρό θηλυκό κατσίκι, κάθισε (και) όταν (ενν. το κορίτσι) το άρμεγε, κλότσησε τον κάδο αρμέγματος) Φάρασ. -Dawk.