τσεπιτσόκκο
(ουσ. ουδ.)
τσ̑επίτσ̑όκ-κο
[tʃeˈpiˈtʃok:o]
Φάρασ.
Από το ουσ. τσεπίσι, όπου και τύπ. τ͑σ̑επίτσ̑ι, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Μικρό θηλυκό κατσίκι ενός έτους
:
Στέρου ήρτεν ΄ς αν τσ̑επίτσ̑όκ-κο, γκάτσε, 'φόdες ντα λιμέσκε, 'άχτσεν ντο σιτίλι
(Έπειτα ήρθε ένα μικρό θηλυκό κατσίκι, κάθισε (και) όταν (ενν. το κορίτσι) το άρμεγε, κλότσησε τον κάδο αρμέγματος)
Φάρασ.
-Dawk.