ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσενέ (ουσ.) τσ̑ενέ [tʃeˈne] Ανακ., Δίλ., Φάρασ., Φλογ. τσ̑ανάς [tʃaˈnas] Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ. τσ̑ανά [tʃaˈna] Μισθ., Σίλ. τσ̑ανό [tʃaˈno] Μισθ., Σίλ. Πληθ. τσενέδια [tseˈneðʝa] Σίλατ. Από το τουρκ. ουσ. çene = πηγούνι (< περσ. çāne).
Πηγούνι, σαγόνι ό.π.τ. : Ντώκα σου τσ̑ανό μ' (Χτύπησα στο σαγόνι μου) Μισθ. -Κοτσαν. Ο πεχλιβάνης χέμεν μούχ'σιν το γιουμbρούχι του σου 'ρκουδού τον τσενέ, έκοψε το σολούχι του (Ο παλαιστής αμέσως έχωσε τη γροθιά του στο σαγόνι της αρκούδας έκοψε την ανάσα της) Φάρασ. -Παπαδ. Ασ' τα τσενέδια κάτω (Κάτω από το σαγόνι) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. μάγουλο :2, μαρούκια