τσενέ
(ουσ.)
τσ̑ενέ
[tʃeˈne]
Ανακ., Δίλ., Φάρασ., Φλογ.
τσ̑ανάς
[tʃaˈnas]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ.
τσ̑ανά
[tʃaˈna]
Μισθ., Σίλ.
τσ̑ανό
[tʃaˈno]
Μισθ., Σίλ.
Πληθ.
τσενέδια
[tseˈneðʝa]
Σίλατ.
Από το τουρκ. ουσ. çene = πηγούνι (< περσ. çāne).
Πηγούνι, σαγόνι
ό.π.τ.
:
Ντώκα σου τσ̑ανό μ'
(Χτύπησα στο σαγόνι μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ο πεχλιβάνης χέμεν μούχ'σιν το γιουμbρούχι του σου 'ρκουδού τον τσενέ, έκοψε το σολούχι του
(Ο παλαιστής αμέσως έχωσε τη γροθιά του στο σαγόνι της αρκούδας έκοψε την ανάσα της)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ασ' τα τσενέδια κάτω
(Κάτω από το σαγόνι)
Σίλατ.
-Φαρασόπ.
Συνών.
μάγουλο :2, μαρούκια