ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσελέγκι (ουσ. ουδ.) τσελέγκι [tse'leŋɟi] Γούρδ. τσ̑ελένgι [tʃe'leŋɟi] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. çağlayan = καταρράχτης, ρεύμα (Καραποτόσογλου 2003: 215), όπου και διαλεκτ. τύπ. çağlan, çağlañ = δέλτα ποταμού (TSS 2, λ. çağlañ (çağlak), THADS 3, λ. çağlan I).
1. Η άκρη του αυλακιού Αραβαν.
2. Eλικοειδές αυλάκι Γούρδ.