τσέβρα
(ουσ. θηλ.)
τσ̑άβρα
['tʃavra]
Μισθ.
Πληθ.
τσέβρες
['tsevra]
Μισθ., Φλογ.
Από το ουσ. τσεβρές και το παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Άσπρο λινό κάλυμμα της κεφαλής που φορούν οι γυναίκες κατά τους θερινούς μήνες
Μισθ.
2. Μαντήλι
Φλογ.
:
Σο αλλάι πιάνισ̑κεν και qαμπρός με τα τσέβρες απάνω τ’ κρεμασμένα
(Στον χορό έμπαινε κι ο γαμπρός με τα μαντήλια (που του είχαν δωρίσει οι συγγενείς) κρεμασμένα πάνω του)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361