τσάχτημα
(ουσ. ουδ.)
τσ̑άχτημα
['tʃaxtima]
Μαλακ., Μισθ.
Από το ρ. τσαχτίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κάρφωμα
Μαλακ.
2. Λάκτισμα
Μαλακ.
3. Χτύπημα
Μισθ.