τσατσούρι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ατσ̑ούρ'
[tʃa'tʃur]
Μαλακ.
τσ̑ατσ̑ίρ'
[tʃaˈtʃir]
Φλογ.
τσ̑αντσ̑ίρ’
[tʃanˈtʃir]
Φλογ.
Πληθ.
τσ̑ατσ̑ούρια
[tʃa'tʃurʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çavşır = Οποπάναξ ο αδρότριχος (Opopanax chironium), ὀπου και τύπ. çâşır και çaşur (THADS, λ. çâşır II, çaşur, Tietze 2016, λ. çavşır).
Κώνειο, φυτό το οποίο τρώγεται ψημένο
ό.π.τ.