τσατιστιέω
(ρ.)
τ͑σ̑ατ͑ιστ͑ι-έω
[tʰʃˈatʰistʰiˈeo]
Φάρασ.
τσ̑ουτουσ̑τι-έου
[tʃutuʃtiˈeu]
Φάρασ.
Αόρ.
τσ̑ουτουσ̑τι-έσαν
[tʃutuʃtiˈesan]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. çatışmak (çatıştı) = συγκρούομαι, αρπάζομαι.
Αρπάζομαι, μπλέκω σε καβγά
ό.π.τ.