τσαταλαντώ
(ρ.)
τσ̑αταλαντώ
[tʃatalanˈdo]
Φλογ.
Αόρ.
τσ̑αταλάντ'σα
[tʃataˈlandsa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. çatalanmak = διχαλώνω, διακλαδίζομαι.
Για φυτά, βγάζω παραφυάδες