τσατάλα
(ουσ. θηλ.)
τσατάλα
[tsaˈtala]
Σινασσ.
Από το ουσ. τσατάλι και το παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Ρόκα
2. Στον πληθ., η ανδρική ευρωπαϊκή ενδυμασία, η οποία λόγω του παντελονιού φαινόταν διχαλωτή