τσαρπιντίζω
(ρ.)
τσ̑αρπιντίζω
[tʃarpiˈdizo]
Μαλακ.
τσαρπιντώ
[tsarpiˈdo]
Σινασσ.
τσ̑αρπίντ'σα
[tʃarˈpintsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. çarpınmak = σπαρταρώ και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Σπαρταρώ, τινάζομαι
ό.π.τ.