ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσάρι (II) (ουσ. ουδ.) τσ̑άρι [ˈtʃari] Σινασσ., Φάρασ. τσ̑άρ' [tʃar] Ανακ., Φλογ. Νεότ. ουσ. τσάρι (Mackridge 2021: 217), το οπ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çar = κεφαλομάντηλο (Tietze 2016: λ. car).
1. Kεφαλομάντηλο, καλύπτρα Ανακ., Φλογ. : Ου ανάθεμά την, το Τούρκο το τσάρ' και το γιασμάχ'. Εγώ μισίδια δεν τα φαρακώνω (Ού ανάθεμά της, την τούρκικη καλύπτρα και το γιασμάκι. Εγώ το πρόσωπό μου δεν το καλύπτω) Σινασσ. -Τακαδόπ.
2. Ειδικότ., νυφικός πέπλος Φάρασ. : || Ασμ. To τσ̑άριν τ'ς έν' σο Σάμπιν πιρσιμώνα, τα δαχτύλε τ'ς σ̑ονεμένα με σ̑όνα
(To πέπλο της είναι μεταξωτό από την Δαμασκό, τα δάχτυλά της βαμμένα με χέννα) Φάρασ. -Λαμπρ.
Συνών. αλ :2, κιβράκι, ντουβάχι