τσαρές
(ουσ. αρσ.)
τσ̑αρές
[tʃaˈres]
Φάρασ.
τσ̑αρέ
[tʃaˈre]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σίλ.
τσ̑αρά
[tʃaˈra]
Μισθ.
τσ̑α̈ρα̈́ς
[tʃæˈræs]
Αφσάρ.
τσ̑ερές
[tʃeˈres]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. τσαρές (Mackridge 2021: 57), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çare = α) μέσον, τρόπος β) θεραπεία, γιατρειά, όπου και διαλεκτ. τύπ. çara. Πβ. και Βυζ. Βαβυλων. 65 «Σάμπρι τὰ κάμω, τζαρὲ ντὲν εἶναι» (θα κάνω υπομονή, δεν υπάρχει τρόπος σωτηρίας).
1. Μέσον, τρόπος, λύση, διέξοδος
Αξ., Αραβαν., Φάρασ.
:
Τσ̑ι να σας πω κι εγώ; άλλο τσ̑αρέ ντε βρίσ̑κω
(Τι να σας πω κι εγώ; Άλλη λύση δε βρίσκω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντϋσ̑ΰντιζαν να εύρουν ένα τσ̑αρέ και ντεμ bόρειναν να εύρουν
(Συλλογίζονταν για να βρούνε μιά λύση και δεν μπορούσαν να βρουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σωρεύτανε το μενdζ̑ουλίσι· τον τσ̑αρέν ντου τζ̑ο μπόρκανε ντα νά βρουνε
(Συγκεντρώθηκε το συμβούλιο· δεν μπόρεσαν να βρουν τη λύση)
Φάρασ.
-Dawk.
'νανούτουν να ναύρ' ένα τσαρές
(Σκεφτόταν για να βρει μιά λύση)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
γιόνι, κολάι
2. Θεραπεία
ό.π.τ.
:
Xεκέμιροι τα ιλάτζα ρεν μποίκασι τσαρέ, πέσανι
(Των γιατρών τα φάρμακα δεν έκαναν θεραπεία, πέθανε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τ’ βασ̑ιλιού το κορίτσ̑ όσον ετό καιρός κοιμάται αστενάρ και ντεμ bόρ'σαν να βρουν το τσαρέ τ’
(Η κόρη του βασιλιά τόσον καιρό κοιμάται άρρωστη και δεν μπόρεσαν να βρουν τη θεραπεία της)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Νά 'βρωμε τον τσ̑ερέν ντου νάν'τα αρώσωμε
(Θα βρούμε τη θεραπεία του, θα τον γιατρέψουμε)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Τσ̑αρά ντεν έχ'
(Γιατρειά δεν έχει˙ Δεν θεραπεύεται, είναι αγιάτρευτος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ντερμάνι