ντερμάνι
(ουσ. ουδ.)
ντερμάν
[derˈman]
Αξ.
ντερμέν
[derˈmen]
Μαλακ.
ντιαρμάν
[dʝarˈman]
Μισθ.
τερμάνι
[terˈmani]
Τσουχούρ., Φάρασ.
ταρμάνι
[tarˈmani]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ντερμάνι (Mackridge 2021: 42), το οπ. από το τουρκ. ουσ. derman (< περσ. darmān) = α) δύναμη β) φάρμακο, όπου και διαλεκτ. τύπ. dermen. Πβ. ποντ. τερμάνιν.
β.
Ειδικότ., θεραπευτική αλοιφή
Μισθ.
:
Χέκι ντιαρμάν σου γιαράς
(βάλε αλοιφή στην πληγή
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
γ.
Μτφ., βοήθεια, αρωγή
Φάρασ.
:
Τζὄνdουνε τσαι 'ς το Θεό αν τερμάνι
(Δεν υπήρχε και από τον Θεό καμία βοήθεια
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Τραγ.
2. Δηλητήριο
Μισθ.
:
Χέκι ντου λίτσικου ντιαρμάν' σου φαΐ τ’ να γκιαbαρντίσ’
(Βάλ’ του λίγο δηλητήριο στο φαγητό να ψοφήσει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Πότ’σις μι ντιαρμάν μ' ιτούρα ντα είπις
(με πότισες φαρμάκι με αυτά που μου είπες˙ με στενοχώρησες πάρα πολύ με αυτά που μου είπες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ζεχίρι, φαρμάκι, αγού
3. Σωματική ή ψυχική δύναμη, αντοχή
Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Κόπην το ταρμάνι μου
(Κόπηκαν οι δυνάμεις μου)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Άου τερμάνι τσο πόμ'νιν, κόπην τό βάχτι του
(Άλλη αντοχή δεν της έμεινε, κόπηκαν οι δυνάμεις της)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
δύναμη