ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντερί (ουσ. ουδ.) ντερί [deˈri] Αραβαν., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φερτάκ. Από το τουρκ. ουσ. deri = δέρμα.
1. Δέρμα ζώου ό.π.τ. : Hύρεν ένα σκυλιού ντερί (βρήκε ένα τομάρι σκύλου) Σίλατ. -Dawk.
2. Δερματοτύρι, τυρί φυλασσόμενο σε δερμάτινο ασκί Τελμ. : Έπαρ' δέκα παραδιού ντερί και δέκα παραδιού ψωμί (Πάρε δέκα παραδιών τυρί και δέκα παραδιών ψωμί) Τελμ. -Dawk.
3. Ως επίθ., δερμάτινος, πέτσινος Σίλ. Συνών. δερματιώνας :1