ντερί
(ουσ. ουδ.)
ντερί
[deˈri]
Αραβαν., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φερτάκ.
Από το τουρκ. ουσ. deri = δέρμα. Πβ. και αρχ. δέρρις = δέρμα, Ποντ. εδέρρεν, δέρρο = (αρχικά δερμάτινο) σκέπασμα (ΙΛΝΕ, λ. *δέρριον). Κατά τον Νisanyan (2002-2022, λ. deri) η ομοιότητα είναι συμπτωματική.
1. Δέρμα ζώου
ό.π.τ.
:
Hύρεν ένα σκυλιού ντερί
(βρήκε ένα τομάρι σκύλου)
Σίλατ.
-Dawk.
2. Δερματοτύρι, τυρί φυλασσόμενο σε δερμάτινο ασκί
Τελμ.
:
Έπαρ' δέκα παραδιού ντερί και δέκα παραδιού ψωμί
(Πάρε δέκα παραδιών τυρί και δέκα παραδιών ψωμί)
Τελμ.
-Dawk.