ντεντερμέ
(ουσ. ουδ.)
ντενdερμέ
[tenderˈme]
Τροχ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. dönderme = είδος μπουρεκιού φτιαγμένο από γιουφκά (βλ. λ.) και αβγά (THADS, λ. dönderme I).
Είδος μπουρεκιού
:
Σ̑άνισ̑κεν ντενdερμέ με τ’ αβγά, αλέφ’ και λίγο άλας
(Έφτιαχνε ντεντερμέ με τ' αβγά, αλεύρι και λίγο αλάτι)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Πβ.
μπουρέκι
Τροποποιήθηκε: 06/11/2025