ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεντερμέ (ουσ. ουδ.) ντενdερμέ [tenderˈme] Τροχ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. dönderme = είδος μπουρεκιού φτιαγμένο από γιουφκά (βλ. λ.) και αβγά (THADS, λ. dönderme I).
Είδος μπουρεκιού : Σ̑άνισ̑κεν ντενdερμέ με τ’ αβγά, αλέφ’ και λίγο άλας (Έφτιαχνε ντεντερμέ με τ' αβγά, αλεύρι και λίγο αλάτι) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Πβ. μπουρέκι
Τροποποιήθηκε: 06/11/2025