ντενετίζω
(ρ.)
ντενετίζω
[deneˈtizo]
Μαλακ.
τανîτώ
[tanwˈto]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. denemek = προσπαθώ, επιχειρώ, δοκιμάζω.
Σκοπεύω, σημαδεύω
ό.π.τ.