ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντενίζι (ουσ.) τεν̇ίζι [teˈɳizi] Φάρασ. dεν̇ίζ' [deˈɳiz] Ανακ., Αραβαν., Ουλαγ., Φάρασ. dενίζ̑' [deˈniʒ] Αραβαν. dενίσ̑' [deˈniʃ] Αραβαν., Γούρδ. dεν̇ίσ' [deˈŋis] Ουλαγ., Φερτάκ. dεν̇ίσ̑' [daˈŋis] Γούρδ. dανίσ̑' [daˈniʃ] Αραβαν. dαν̇ίσ' [daˈŋis] Μισθ., Ουλαγ. dαν̇ίσ̑' [daˈŋis] Γούρδ. dεν̇gίζ̑' [deˈɳɟiʒ] Αραβαν., Τελμ. dα̈ν̇gίζ̑' [dæˈɳɟiʒ] Μισθ. dενgίσ̑' [denˈɟiʃ] Τελμ. dιαgίζ' [dʝaˈɟiz] Μισθ. νταγ̇κίσ' [daɣˈcis] Μισθ. τενίζ' [teˈniz] Φάρασ. τενίζιν [teˈnizin] Φάρασ. τενγίζι [teˈnʝizi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. deniz (< παλ. τουρκ. teŋiz), όπου και διαλεκτ. τύπ. dengiz.
1. Θάλασσα ό.π.τ. : Do Ανάσ̑α χάχσεν ντο ντο ντεν̇ίζ' (Την Αναστασία την πέταξε στην θάλασσα) Ουλαγ. -Κεσ. Απ' το ντεν̇ίσ' έβγαλε ένα ψάρ' (Από την θάλασσα έβγαλε ένα ψάρι) Φερτάκ. -Dawk. 'τουν μας ανέβασαν σου μπαμπόρ' απάν', ένα ναίκα έπισιν σου ντιαgίζ' (Όταν μας ανέβασαν στο βαπόρι, μιά γυναίκα έπεσε στην θάλασσα) Μισθ. -Κοτσαν. Τα σ̑υννίφαdα απ' ντου νταγ̇κίσ' σηκούdαι (Τα σύννεφα σηκώνονται από την θάλασσα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πήγι σο νταν̇ίσ' κουνdά. Ράν'σι ντα ψάρια (Πήγε κοντά στην θάλασσα. Κοίταξε τα ψάρια) Μισθ. -Dawk. Λέχ' "Έλα 'α σε λούσω». Παιρπαίν' ντο κουνdά σο ντεν̇ίσ̑' (Λέει "Έλα να σε λούσω». Την πηγαίνει κοντά στην θάλασσα) Γούρδ. -Dawk. «Έλα, 'α σε λούσω»· παιρπαίν' ντο κουνdά σο ντενίσ̑' («Έλα να σε λούσω»· το πηγαίνει κοντά στην θάλασσα) Γούρδ. -Dawk. || Φρ. dεν̇ιζιού το στόμα (της θάλασσας το στόμα˙ η άκρη της θάλασσας) Ουλαγ. -Κεσ. dεν̇ιζιού ντο κενάρ' (της θάλασσας η άκρη˙ Ακρογιαλιά) Ουλαγ. -Κεσ. Ντιαgιζιού ντου λώμα (Της θάλασσας η άκρη˙ Ακρογιαλιά) Μισθ. -Κοτσαν. 'Ντενίζ καdαΐφι (της θάλασσας το κανταΐφι˙ είδος φυκιού το αφέψημα του οποίου έπιναν για το βήχα. Πβ. d<em>enizkadayıfı</em> =το βρώσιμο φύκι Alaria esculenta ) Μισθ. -Κοτσαν. Α σε πιτάξουν τζ̑αι σο τενίζι, ’α ξερώσει (αν σε πετάξουν και στην θάλασσα, θα στερέψει˙ το έλεγαν σε άνθρωπο ανίκανο να κάνει κάτι ή σε άτυχο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το τενίζιν ‘bνώνει, ο νομάτ’ τζ̑ο ‘πνώνει (η θάλασσα κοιμάται, ο άνθρωπος δεν κοιμάται˙ για άνθρωπο που περνά μεγάλη στενοχώρια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Σα ’μbρό μου το μέρο έν’ ντενίζι, σα πίσου το μέρο έν’ σ̑οιρίδι, πού ’α υπάω (στο μπροστινό μέρος είναι θάλασσα, στο πίσω μου το μέρος υπάρχει αγριογούρουνο, πού να πάω˙ όταν κανείς βρεθεί σε δύο εξίσου δύσκολες καταστάσεις από τις οποίες δεν μπορεί να ξεφύγει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. τεργιάς, θάλασσα
β. Λίμνη Τελμ. : Εγέμωσέν ντο ασ' 'σο ντενgίσ̑' νερό (Το γέμισε με νερό από την λίμνη ) Τελμ. -Dawk.
2. Βυθός, πυθμένας Μισθ. : Πού μας πιάζνι; σου νταγκίζ μας πιάζνι (Πού μας πάνε; Στον πάτο μας πάνε, ενν. οι πολιτικοί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.