ντενίζι
(ουσ.)
τεν̇ίζι
[teˈɳizi]
Φάρασ.
dεν̇ίζ'
[deˈɳiz]
Ανακ., Αραβαν., Ουλαγ., Φάρασ.
dενίζ̑'
[deˈniʒ]
Αραβαν.
dενίσ̑'
[deˈniʃ]
Αραβαν., Γούρδ.
dεν̇ίσ'
[deˈŋis]
Ουλαγ., Φερτάκ.
dεν̇ίσ̑'
[daˈŋis]
Γούρδ.
dανίσ̑'
[daˈniʃ]
Αραβαν.
dαν̇ίσ'
[daˈŋis]
Μισθ., Ουλαγ.
dαν̇ίσ̑'
[daˈŋis]
Γούρδ.
dεν̇gίζ̑'
[deˈɳɟiʒ]
Αραβαν., Τελμ.
dα̈ν̇gίζ̑'
[dæˈɳɟiʒ]
Μισθ.
dενgίσ̑'
[denˈɟiʃ]
Τελμ.
dιαgίζ'
[dʝaˈɟiz]
Μισθ.
νταγ̇κίσ'
[daɣˈcis]
Μισθ.
τενίζ'
[teˈniz]
Φάρασ.
τενίζιν
[teˈnizin]
Φάρασ.
τενγίζι
[teˈnʝizi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. deniz (< παλ. τουρκ. teŋiz), όπου και διαλεκτ. τύπ. dengiz.
1. Θάλασσα
ό.π.τ.
:
Do Ανάσ̑α χάχσεν ντο ντο ντεν̇ίζ'
(Την Αναστασία την πέταξε στην θάλασσα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Απ' το ντεν̇ίσ' έβγαλε ένα ψάρ'
(Από την θάλασσα έβγαλε ένα ψάρι)
Φερτάκ.
-Dawk.
'τουν μας ανέβασαν σου μπαμπόρ' απάν', ένα ναίκα έπισιν σου ντιαgίζ'
(Όταν μας ανέβασαν στο βαπόρι, μιά γυναίκα έπεσε στην θάλασσα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τα σ̑υννίφαdα απ' ντου νταγ̇κίσ' σηκούdαι
(Τα σύννεφα σηκώνονται από την θάλασσα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πήγι σο νταν̇ίσ' κουνdά. Ράν'σι ντα ψάρια
(Πήγε κοντά στην θάλασσα. Κοίταξε τα ψάρια)
Μισθ.
-Dawk.
Λέχ' "Έλα 'α σε λούσω». Παιρπαίν' ντο κουνdά σο ντεν̇ίσ̑'
(Λέει "Έλα να σε λούσω». Την πηγαίνει κοντά στην θάλασσα)
Γούρδ.
-Dawk.
«Έλα, 'α σε λούσω»· παιρπαίν' ντο κουνdά σο ντενίσ̑'
(«Έλα να σε λούσω»· το πηγαίνει κοντά στην θάλασσα)
Γούρδ.
-Dawk.
|| Φρ.
dεν̇ιζιού το στόμα
(της θάλασσας το στόμα˙ η άκρη της θάλασσας)
Ουλαγ.
-Κεσ.
dεν̇ιζιού ντο κενάρ'
(της θάλασσας η άκρη˙ Ακρογιαλιά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντιαgιζιού ντου λώμα
(Της θάλασσας η άκρη˙ Ακρογιαλιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'Ντενίζ καdαΐφι
(της θάλασσας το κανταΐφι˙ είδος φυκιού το αφέψημα του οποίου έπιναν για το βήχα. Πβ. d<em>enizkadayıfı</em> =το βρώσιμο φύκι Alaria esculenta )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Α σε πιτάξουν τζ̑αι σο τενίζι, ’α ξερώσει
(αν σε πετάξουν και στην θάλασσα, θα στερέψει˙ το έλεγαν σε άνθρωπο ανίκανο να κάνει κάτι ή σε άτυχο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το τενίζιν ‘bνώνει, ο νομάτ’ τζ̑ο ‘πνώνει
(η θάλασσα κοιμάται, ο άνθρωπος δεν κοιμάται˙ για άνθρωπο που περνά μεγάλη στενοχώρια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Σα ’μbρό μου το μέρο έν’ ντενίζι, σα πίσου το μέρο έν’ σ̑οιρίδι, πού ’α υπάω
(στο μπροστινό μέρος είναι θάλασσα, στο πίσω μου το μέρος υπάρχει αγριογούρουνο, πού να πάω˙ όταν κανείς βρεθεί σε δύο εξίσου δύσκολες καταστάσεις από τις οποίες δεν μπορεί να ξεφύγει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
τεργιάς, θάλασσα
β.
Λίμνη
Τελμ.
:
Εγέμωσέν ντο ασ' 'σο ντενgίσ̑' νερό
(Το γέμισε με νερό από την λίμνη
)
Τελμ.
-Dawk.
2. Βυθός, πυθμένας
Μισθ.
:
Πού μας πιάζνι; σου νταγκίζ μας πιάζνι
(Πού μας πάνε; Στον πάτο μας πάνε, ενν. οι πολιτικοί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.