ντεμίρι
(ουσ. ουδ.)
ντεμίρι
[deˈmirι]
Τελμ.
νταμούρι
[daˈmuri]
Σίλ.
Από το τουρκ. demir =σίδερο, όπου και διαλ. τύπ. damır.
Κομμάτι σίδερο, σιδερένια βέργα
Τελμ.
:
Σην θύρα επάνω είχανε ένα στεθύρα και εκεί είχαν κάτι ντεμίρια
(πάνω στην πόρτα είχαν ένα πεζούλι κι εκεί είχαν κάτι σίδερα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σα βάλουμ’ ρυό νταμούρια, σα κονώσουμ’ τσεσγκού
(Θα βάλουμε δυο σίδερα, θα διαστούμε το νήμα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6