ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεμίρι (ουσ. ουδ.) ντεμίρι [deˈmirι] Τελμ. νταμούρι [daˈmuri] Σίλ. Από το τουρκ. demir =σίδερο, όπου και διαλ. τύπ. damır.
Κομμάτι σίδερο, σιδερένια βέργα Τελμ. : Σην θύρα επάνω είχανε ένα στεθύρα και εκεί είχαν κάτι ντεμίρια (πάνω στην πόρτα είχαν ένα πεζούλι κι εκεί είχαν κάτι σίδερα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σα βάλουμ’ ρυό νταμούρια, σα κονώσουμ’ τσεσγκού (Θα βάλουμε δυο σίδερα, θα διαστούμε το νήμα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6