ντεμέκι
(σύνδ.)
ντεμέκ-κι
[deˈmec:i]
Φάρασ.
τεμέκ-κι
[teˈmec:i]
Αφσάρ.
τεμέκ͑ι
[teˈmekʰi]
Φάρασ.
ντεμα̈́κις
[deˈmæcis]
Μισθ.
Από το τουρκ. demek ki= δηλαδή.