ντελίκα
(ουσ. θηλ.)
ντελίκα
[deˈlika]
Ουλαγ.
ντελίκ'
[deʹlik]
Ανακ.
τελίκ'
[teˈlik]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. delik (< παλαιότ. telik) = τρύπα, άνοιγμα (Nişanyan 2000-2022: λ. delik).
Τρύπα
ό.π.τ.
:
Απ' τύραγιου το ντελίκα ντράν'σε
(Κοίταξε από την κλειδαρότρυπα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ιτό ντο ντέφ' σϋρϋνερέκdεν πήγε ντο ντελίκα
(Αυτός ο δράκος σύρθηκε και πήγε στην τρύπα του)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
τρυπί