ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντελίκα (ουσ. ουδ.) ντελίκα [deˈlika] Ουλαγ. τελίκ' [teˈlik] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. delik (< παλ. τουρκ. telük ή telik) = τρύπα, άνοιγμα (Nişanyan 2000-2022: λ. delik).
1. Τρύπα, η κοιλότητα, το άνοιγμα και συνεκδ. η υπόγεια φωλιά ζώου ό.π.τ. : Ιτό ντο ντέφ' σϋρϋνερέκdεν πήγε ντο ντελίκα (Αυτός ο δράκος σύρθηκε και πήγε στην τρύπα του) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. τρυπί
2. Η τρύπα που αποτελεί κατασκευαστικό στοιχείο αντικειμένου ό.π.τ. : Απ' τύραγιου το ντελίκα ντράν'σε (Κοίταξε από την κλειδαρότρυπα) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. τρυπί