ντελίκα
(ουσ. ουδ.)
ντελίκα
[deˈlika]
Ουλαγ.
τελίκ'
[teˈlik]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. delik (< παλ. τουρκ. telük ή telik) = τρύπα, άνοιγμα (Nişanyan 2000-2022: λ. delik).
1. Τρύπα, η κοιλότητα, το άνοιγμα και συνεκδ. η υπόγεια φωλιά ζώου
ό.π.τ.
:
Ιτό ντο ντέφ' σϋρϋνερέκdεν πήγε ντο ντελίκα
(Αυτός ο δράκος σύρθηκε και πήγε στην τρύπα του)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
τρυπί
2. Η τρύπα που αποτελεί κατασκευαστικό στοιχείο αντικειμένου
ό.π.τ.
:
Απ' τύραγιου το ντελίκα ντράν'σε
(Κοίταξε από την κλειδαρότρυπα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
τρυπί