ντελεντώ
(ρ.)
ντελενdώ
[delenˈdo]
Σίλ.
ντελ-λενdού
[dellenˈdu]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. τύπ. delemek = δεν έχω ψυχική ισορροπία, πβ. και τουρκ. ρ. delilenmek = τρελαίνομαι (THADS, λ. delemek). Για τον τύπ ντελ-λενdού πβ. τουρκ. διαλεκτ. ρ. dellemek = τρελαίνω, θυμώνω κάποιον (THADS, λ. dellemek).
Tρελαίνομαι
ό.π.τ.