ντέλασμα
(ουσ. ουδ.)
ντέλασμα
[ˈdelazma]
Φλογ.
Από το ρ. ντελάζομαι και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η ενέργεια του ντελάζομαι 1.
:
Φον βγούν σο ντέλασμα
(Όταν βγουν στην γύρα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γιβράντισμα